Φυλάρχου

Φυλάρχου
Φύλαρχος
chief officer of a
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυλάρχου — φύλαρχος chief officer of a masc gen sg φυλάρχης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHYLARCHI — Graeca vox Duces optionum notat, i. e. eorum, qui foederatis auxilia ferunt. Sic Iulianus, Novell. 102 Φύλαρχον interpretatur, Saracenorum Ducem, quos ex foederatis fuisse constat: Procopius, de Bello Pers. l. 1. Οὐδεὶς δὲ οὔτε Ῥωμαίων ςτρατιωτῶν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • φυλαρχία — ἡ, Α [φύλαρχος] 1. (στην Αθήνα) το αξίωμα τού φυλάρχου, τού διοικητή τού ιππικού κάθε φυλής 2. (κατά τον Ησύχ.) «πομπή τις» …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Αμπντ ελ-Κριμ — (Αζντίρ 1882 – Κάιρο 1963). Μαροκινός αγωνιστής (το πραγματικό όνομά του ήταν Μωχάμετ ιμπν Αμπντ αλ Καρίμ αλ Χατάμπι). Γιος φύλαρχου του Ριφ, έγινετο 1914 καδής της Μελίλια, αναμείχθηκε στους πολιτικούς αγώνεςτης χώρας του και προμήθευσε όπλα τον …   Dictionary of Greek

  • Δηιόκης — (; – 653 π.Χ.). Ο πρώτος βασιλιάς των Μήδων (710; 653 π.Χ.). Ήταν γιος του Μήδου φύλαρχου Φραόρτη. Ο Δ. δημιούργησε το πρώτο ενιαίο μηδικό κράτος, όταν ανακηρύχθηκε βασιλιάς και ίδρυσε την πόλη Εκβάτανα, την οποία όρισε πρωτεύουσα. Κλείστηκε όμως …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Λεσότο — Κράτος της νότιας Αφρικής. Περικλείεται από τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία.Το Λ. βρίσκεται στο υψηλότερο ορεινό σημείο της νότιας Αφρικής· βρετανικό προτεκτοράτο έως τις 4 Οκτωβρίου 1966 με την ονομασία Mπασουτολάνδη, η χώρα αυτή οφείλει την… …   Dictionary of Greek

  • Ναύπακτος — Πόλη (υψόμ. 15 μ., 12.924 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν πρωτεύουσα της πρώην επαρχίας Ναυπακτίας στην οποία υπάγονταν τρεις δήμοι, 57 κοινότητες και 112 οικισμοί. Η Ν. είναι χτισμένη στον Κορινθιακό κόλπο, μεταξύ του Αντιρρίου και των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”